- χειρουργικός
- η , ό[ν] хирургический; операционный;
χειρουργικόςή επέμβαση — хирургическое вмешательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρουργικόςή επέμβαση — хирургическое вмешательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρουργικός — of technical dexterity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek
χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργικῶν — χειρουργικός of technical dexterity fem gen pl χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικόν — χειρουργικός of technical dexterity masc acc sg χειρουργικός of technical dexterity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικαί — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοί — χειρουργικός of technical dexterity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοῦ — χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῆς — χειρουργικός of technical dexterity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)